μετακαλώ

μετακαλώ
και ματακαλώ (ΑM μετακαλῶ, -έω)
1. καλώ με απεσταλμένο μου κάποιον να πάει σε άλλο μέρος ή να έλθει εκεί που βρίσκομαι (α. «θα μετακαλέσουν δασοπόνους από όλη την Ευρώπη για το συνέδριο» β. «οι πρεσβευτές μετακλήθηκαν για διαβουλεύσεις με τον υπουργό»)
2. (γενικά) καλώ, προσκαλώ
3. ανακαλώ, αναιρώ
νεοελλ.
(στον τ. ματακαλώ) ξανακαλώ, καλώ εκ νέου
μσν.-αρχ.
1. επικαλούμαι, προσφωνώ
2. καλώ ή ονομάζω κάποιον αλλιώς, με άλλο τρόπο, μετονομάζω («τοῡτον μετακαλοῡσιν Ἀλέξανδρον», Τζετζ.)
αρχ.
1. καλώ κάποιον να επανέλθει στο μέρος όπου ήταν πριν
2. καλώ κάποιον να μεταβεί από μια πραγματική ή ψυχική κατάσταση σε άλλη και ιδίως σε εκείνη που είχε προηγουμένως ή στη συνηθισμένη, στην ομαλή («μετακαλεῑ τὴν ψυχὴν ἀπὸ τῆς ὀργῆς ἐπὶ τοὺς ὑπὲρ τῆς σωτηρίας λόγους», Αισχίν.)
3. επαναφέρω κάποιον στο πρέπον ή στο ωφέλιμο, τόν κάνω να αλλάξει γνώμη
4. αποτρέπω κάποιον από μια πράξη («πεπεισμένος μετακαλέσειν αὐτὸν ἀπὸ τῆς τῶν Καρχηδονίων συμμαχίας», Πολ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μετακαλώ — μετακάλεσα, μετακλήθηκα, μετακαλεσμένος, προσκαλώ κάποιον να αναλάβει μια εργασία: Για την εκδήλωση μετακλήθηκε μια ορχήστρα από το εξωτερικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μετακαλῶ — μετακαλέω recall pres subj act 1st sg (attic epic doric) μετακαλέω recall pres ind act 1st sg (attic epic doric) μετακαλέω recall fut ind act 1st sg (attic epic doric) μετακαλέω recall pres subj act 1st sg (attic epic doric) μετακαλέω recall pres …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμετάκλητος — η, ο (Α ἀμετάκλητος, ον) [μετακαλῶ] νεοελλ. αυτός που δεν ανακλήθηκε ή δεν είναι δυνατό να ανακληθεί, ανέκκλητος, οριστικός αρχ. αυτός που δεν είναι δυνατό να τόν αναστείλει, να τόν εμποδίσει κανείς, ακράτητος, ακατάσχετος …   Dictionary of Greek

  • επανακαλώ — (AM ἐπανακαλῶ, έω) ανακαλώ, μετακαλώ κάποιον εκ νέου, τόν επαναφέρω στην προηγούμενη κατάσταση («επανακαλούνται όλοι οι αδειούχοι») μσν. σώζω αρχ. μσν. 1. επικαλούμαι επί πλέον («ἰήιον ἐπανακαλέω Παιᾱνα», Αισχύλ.) 2. απλώς επικαλούμαι …   Dictionary of Greek

  • επιπτάρνυμαι — ἐπιπτάρνυμαι (Α) [πτάρνυμαι] 1. φταρνίζομαι 2. (κατά τον Ησύχ.) «μετακαλῶ, κατέχω ἐπισχετικὸν γὰρ ὁ πταρμὸς πολλάκις» …   Dictionary of Greek

  • καλώ — (AM καλῶ, έω, Α αιολ. τ. κάλημι) 1. ζητώ από κάποιον να έρθει κοντά μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική γρήγορα» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον για χορό, δείπνο, γιορτή κ.λπ., συγκεντρώνω άτομα με πρόσκληση (α.… …   Dictionary of Greek

  • μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… …   Dictionary of Greek

  • μετάκληση — η (ΑM μετάκλησις) [μετακαλώ] 1. κλήση, πρόσκληση 2. (γενικά) ανάκληση, ακύρωση μσν. αρχ. αλλαγή ονόματος …   Dictionary of Greek

  • μετακλητός — ή, ό [μετακαλώ] 1. αυτός που μπορεί να μετακληθεί ή αυτός που ήλθε με μετάκληση 2. (για υπάλληλο) αυτός που μπορεί να ανακληθεί οποιαδήποτε στιγμή, ο μη μόνιμος, ο ανακλητός 3. το ουδ. ως ουσ. το μετακλητό (ιδίως για δημόσιο υπάλληλο) η… …   Dictionary of Greek

  • πεδιάλλω — Α (κατά τον Ησύχ.) καλώ με απεσταλμένο μου κάποιον να πάει σε άλλο μέρος ή να έλθει, εκεί που βρίσκομαι, μετακαλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεδά* + ἰάλλω «ρίχνω, στέλνω» αντί ενός αμάρτυρου *μετιάλλω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”